δακνάς

δακνάς
δακνᾱς, ο (Α)
(για ζώα) ο δαγκανιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω + -άς* (πρβλ. ελεάς, κατωφαγάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δακνᾶς — δακνᾶ̱ς , δακνάζω to be afflicted fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • ροίδνας — Α (κατά τον Ησύχ.) «δάκνας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”